- χλομός
- Oνομασία 3 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Aχλαδέας.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν τα χωριά Άγιος Δημήτριος (υψόμ. 230 μ.), η Λίνια και ο Ψαράς.
* * *και παλ. γρφ. χλωμός, -ή, -ό, Ν1. (ιδίως για την όψη τού προσώπου) ωχρός, κίτρινος, λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («είναι πολύ χλομός τελευταία»)2. (για φύλλα ή άνθη) κιτρινισμένος, μαραμένος3. άτονος, θαμπός («αξεδιάλυτο και το φεγγάρι / μια χλωμή αντηλιά», Παλαμ.)4. (ποιητ.) (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται δειλά, αδύναμος («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)5. το αρσ. ως ουσ. ο χλομός και παλ. γρφ. χλωμόςβοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ελελίσφασκος.επίρρ...χλομά και παλ. γρφ. χλωμά Νμε χλομό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φλόμος«είδος φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φλομός (πρβλ. κάστανο: καστανός) με τροπή τού -φ- σε -χ-, κατ' επίδραση τών λ. χλωρός, χρώμα, από όπου και η γρφ. τής λ. με -ω-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τού επιθ. χλωρός με μια από τις λ. ωμός με σημ. «ασθενής, αδρανής», χρώμα ή τρόμος, άποψη η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.